Ο Κωνσταντῖνος ΙΑ’ Δραγάσης Παλαιολόγος (8 Φεβρουαρίου 1405 – 29 Μαΐου 1453) ήταν ο τελευταίος βασιλεύων Βυζαντινός αυτοκράτορας, ως μέλος της δυναστείας των Παλαιολόγων, από το 1449 έως το θάνατό του κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453). Η ηρωική αντίστασή του κατά των Οθωμανών, σφράγισε τις ύστατες στιγμές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας περνώντας ο ίδιος στη σφαίρα του θρύλου, του μύθου και της φαντασίας. Είναι εθνομάρτυρας και αποκαλείται συχνά και ανεπίσημα ως «εθνικός ήρωας».
Από το 1423 σημειώθηκαν κάποιες πρώτες κινήσεις τοποθέτησης του Κωνσταντίνου ως Δεσπότη στον Μυστρά: ο αδελφός του Ιωάννη Η´, Δεσπότης Θεόδωρος Β´, ήθελε να αποσυρθεί με σκοπό να μονάσει, αλλά τελικά μεταπείστηκε να παραμείνει. Πείστηκε όμως να παραχωρήσει ο ίδιος στον αδελφό του Κωνσταντίνο ικανό μέρος εδαφών, όπως το λιμάνι της Βοστίτσας, αρκετές κωμοπόλεις και φρούρια στη Λακωνία, την Καλαμάτα και τη Μεσσηνία. Αρχικά η βάση του ήταν η Γλαρέντζα. Τον Ιούλιο του 1428 οι τρεις αδελφοί ενώθηκαν για να καταλάβουν την Πάτρα, αλλά τελικά οι πολιορκούμενοι δέχθηκαν να καταβάλουν ετήσιο φόρο υποτέλειας. Αργότερα συμμετείχε και στη δεύτερη απόπειρα πολιορκίας της Πάτρας, τον Μάρτιο του 1429, κατά την οποία γλίτωσε τον θάνατο ή την αιχμαλωσία. Τελικά την κατέλαβε, αλλά τον Μάρτιο του 1432 συμφώνησε με τον νεότερο αδελφό του Θωμά (επίσης Δεσπότη από το 1430) να ανταλλάξουν τις περιοχές τους και ο Κωνσταντίνος εγκαταστάθηκε στα Καλάβρυτα πρώην έδρα του Θωμά. Για να αντισταθμίσει την Βενετική επιρροή προσέγγισε την κοινότητα της Ραγούζα που κι αυτή ενδιαφερόταν να αποκτήσει εμπορικά προνόμια αλλά τελικά δεν συμφώνησαν. Στα 1436 ο Κωνσταντίνος με τον αδελφό του Θεόδωρο Β´ έρχονται στην Κωνσταντινούπολη για να συζητήσουν με τον μεγαλύτερο αδελφό τους Ιωάννη Η´ για το ποιος θα τον αντικαταστήσει. Τελικά επιλέχθηκε να διοριστεί ως συν-Αυτοκράτορας ο Κωνσταντίνος, επειδή ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος θα αναχωρούσε για την Ιταλία, κάτι που έδειχνε ποιος προκρινόταν για διάδοχος του θρόνου. Ο Κωνσταντίνος μετέβη στην πρωτεύουσα επιβιβαζόμενος στην Κάρυστο της Εύβοιας σε ένα από τα πλοία που έστειλε ο Πάπας Ευγένιος Δ´ από την Κρήτη με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Οι ευθύνες του Κωνσταντίνου ως αντιβασιλέα έληξαν τον Φεβρουάριο του 1440 όταν επέστρεψε ο αδελφός του από την Ιταλία. Καθυστέρησε όμως να επιστρέψει στον Μωρέα επειδή σκεπτόταν να ξαναπαντρευτεί. Τελικά νυμφεύθηκε την Αικατερίνη Γκαττιλούζι και γύρισε στον Μωρέα τον Σεπτέμβριο του 1441. Τον Ιούλιο του 1442 αναχώρησε εκ νέου από τον Μυστρά με σκοπό να βοηθήσει τον αδελφό του στην Κωνσταντινούπολη επειδή την πολιορκούσαν ο Δημήτριος Παλαιολόγος με τους Τούρκους. Περνώντας από την Λήμνο για να πάρει την γυναίκα του, εγκλωβίστηκε από τον Τουρκικό στόλο. Αν και οι Βενετοί έστειλαν στόλο για να τον πάρουν, τελικά κατόρθωσε να φθάσει τον Νοέμβριο του ίδιου έτους στην Κωνσταντινούπολη. Τον Ιούνιο του 1443 ο αδελφός του Θεόδωρος από τον Μυστρά του πρότεινε να του δώσει το Δεσποτάτο και να πάρει τη Σηλυμβρία. Τελικά τον Οκτώβριο του 1443 ανέλαβε δεσπότης του Μυστρά. Ως φιλενωτικός είχε και την εκτίμηση της Ρώμης. Αφιερώθηκε με ζήλο στη διοικητική και στρατιωτική αναδιοργάνωση του δεσποτάτου, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Πελοποννήσου έναντι της τουρκικής απειλής. Οικοδόμησε τα τείχη του Εξαμιλίου στον Ισθμό της Πελοποννήσου και επέκτεινε το δεσποτάτο του κατακτώντας τη Βοιωτία και τη Φωκίδα. Όμως ο Μουράτ Β΄ οργάνωσε μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον του. Κατέστρεψε το φρούριο στο Εξαμίλιο, την Κόρινθο και την Πάτρα. Ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη και να γίνει φόρου υποτελής στον Σουλτάνο.
Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Η΄, οι δυνητικοί διάδοχοι του θρόνου της Κωνσταντινούπολης ήταν ο Κωνσταντίνος και τα μικρότερα αδέλφια του Δημήτριος και Θωμάς, όμως ο Κωνσταντίνος ήταν ο πιο ευνοημένος του τελευταίου αυτοκράτορα και το είχε δηλώσει λίγο πριν αποβιώσει. Αυτό επιθυμούσε και η μητέρα του Ελένη Δραγάτση. Η Αυτοκράτειρα έστειλε τον Αλέξιο Φιλανθρωπηνό Λάσκαρι, τον Μανουήλ Παλαιολόγο Ίαγρο και τον Θωμά Παλαιολόγο για να αναγγείλουν δημόσια και να στέψουν το νέο Αυτοκράτορα. Έτσι στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά (6 Ιανουαρίου 1449) Εκκλησιαστική τελετή στέψης στην Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη δεν έγινε ποτέ, διότι ο Κωνσταντίνος δεν απέρριπτε την ένωση και κάτι τέτοιο θα προκαλούσε την εξέγερση των ανθενωτικών. Αρχικά απευθύνθηκε στον Βενετό διοικητή των Χανίων για να του παραχωρήσει πλοίο για να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, αλλά τελικά έφτασε στις 12 Μαρτίου 1449 με καταλανικό πλοίο. Η βασιλεία του διήρκεσε τέσσερα χρόνια, τέσσερις μήνες και εικοσιτέσερις ημέρες. Μεταξύ των πρώτων ενεργειών του ήταν η δρομολόγηση ανακωχής με τους Τούρκους και ο προσεταιρισμός της ανθενωτικής παράταξης. Στους πρώτους μήνες της διακυβέρνησής του ζήτησε να αυξηθούν οι φόροι στα εισαγόμενα από τους Βενετούς προϊόντα κι εκείνοι αναζήτησαν σύμμαχο στον Μωάμεθ Β’.
Οι σύγχρονες πηγές των γεγονότων της Άλωσης διαφέρουν ως προς την μαρτυρία τους σχετικά με την τύχη του Αυτοκράτορα. Μερικές δεν κάνουν καμία αναφορά στον θανάτό του, άλλες καταγράφουν απλώς ό,τι σκοτώθηκε μαχόμενος. Λίγες υποστηρίζουν ότι διέφυγε. Ο Αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος της Χίου αναφέρει πως ο Κωνσταντίνος ζήτησε από τους αξιωματικούς του να τον σκοτώσει κι επειδή όλοι αρνούνταν ανακατεύτηκε μέσα στο στο γενικό μακελειό και σκοτώθηκε ποδοπατούμενος. Ο Βενετός Νικολό Μπάρμπαρο επαναλαμβάνει την ικεσία του Κωνσταντίνου για να τον θανατώσουν, αλλά αναφέρει πως το σώμα του εθέαθη μεταξύ των πτωμάτων και πως φημολογείτο πως κρεμάστηκε. Ο Καρδινάλιος Ισίδωρος αναφέρει πως έπεσε μαχόμενος στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού, ενώ το κεφάλι του αποκόπηκε και δωρήθηκε στον Μωέμεθ. Αυτό επανέλαβε οι Δούκας και Χαλκοκονδύλης, ενώ ο Βενετός Ιάκωβος Τεντάλι λέει πως το ίσως χάθηκε το κεφάλι του. Ο Κωνσταντίνος Μιχαήλοβιτς της Οστρόβιτσα στα απομνημονεύματά του αναφέρει πως αφού σκοτώθηκε σε ρείγμα του τείχους, το κεφάλι του αποκόπηκε από ένα γενίτσαρο ονόματι Σαριέλλη που το δώρησε στον Σουλτάνο. Για τους Τούρκους χρονογράφους και ιστορικούς ο τελευταίος Βυζαντινός Αυτοκράτορας πανικόβλητος τράπηκε σε φυγή, αλλά μετά από συμπλοκή τελικά αποκεφαλίστηκε. Ο Βενετός Νικόλαος Σαγκουντίνο αναφέρει πως ο Ιουστινιάνη διαπιστώνοντας το μάταιο της άμυνας του ζήτησε να διαφύγει ασφαλώς, αλλά εκείνος αρνήθηκε θέλοντας να πεθάνει μαζί με την αυτοκρατορία του. Γενικά ομοφώνως οι πηγές αναφέρουν πως σκοτώθηκε και το πτώμα του που βρέθηκε αποκεφαλίστηκε.
πηγή el.wikipedia.org
Be the first to comment